υποτύπωση

υποτύπωση
η / ὑποτύπωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [ὑποτυπῶ/ -ώνω]
παρουσίαση σε σχέδιο, σε γενικές γραμμές, σχεδιάγραμμα
νεοελλ.
1. (τοπογρ.) η απεικόνιση τού εδάφους, με τα οριζόντια και κατακόρυφα χαρακτηριστικά του, υπό κλίμακα, συνήθως, 1:20.000 ή 1:50.000, η οποία διακρίνεται σε κανονική ή τακτική, που γίνεται με μέσα ακριβείας και τυπικούς υπολογισμούς, και σε πρόχειρη ή ταχεία, που γίνεται με απλά μέσα και προσεγγιστικούς υπολογισμούς
2. εκκλ. μία από τις ονομασίες τών τυπικών τών μοναστηριών και άλλων εκκλησιαστικών ιδρυμάτων
μσν.-αρχ.
1. μορφή, σχήμα («ταῡτα ὑποτύπωσιν χριστιανῶν περιέχει πολιτείας», Κλήμ. Αλ.)
2. γνωρίσματα, χαρακτηριστικά («αἱ τῶν εὐαγγελικῶν πολιτευμάτων ὑποτυπώσεις», Βασ.)
3. υπόδειγμα, παράδειγμα («ὡς καὶ ἑτέροις ὑποτύπωσιν εἶναι πολιτείας ἀγγελικῆς», Κύριλλ.)
4. εικόνα, παράσταση («πνευματικῶς οὖν τῶν νοητών ὑποτύπωσιν ποιούμενοι τὰ σωματικά», Ωριγ.)
5. παράσταση, σύμβολο («ποθεῑ δὲ ὁ πιστὸς καὶ τὴν ὅλην ὑποτύπωσιν κατανοῆσαι, πῶς ἔχει πρὸς τὴν ἀλήθειαν», Ιωάνν. Χρυσ.)
6. απόφθεγμα
7. (ρητ.) σχήμα κατά το οποίο παρουσιάζεται ζωηρά κάτι με λίγες λέξεις
8. μτφ. απόδοση σε γενικές γραμμές, σχεδιάγραμμα («οὐ γὰρ ἐστιν ὅρος ἡ ὑποτύπωσις, ἀλλὰ διαζωγράφησις τῆς τῶν πραγμάτων φύσεως», Ιωάνν. Χρυσ.)
9. στον πληθ. αἱ ὑποτυπώσεις
(φιλοσ.) κύρια σημεία, περίληψη τών χαρακτηριστικών σημείων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υποτύπωση — η 1. η εμφάνιση με ατελή τύπο, η παράσταση σε πρόχειρο σχέδιο, το σχεδιάγραμμα. 2. η αναπαράσταση σε χάρτη μιας γεωγραφικής περιοχής με όλες τις εδαφικές ανωμαλίες της: Η υποτύπωση της επαρχίας Σιντικής. 3. το επίσημο τυπικό (καταστατικό)… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… …   Dictionary of Greek

  • διαγραφή — η (AM διαγραφή) 1. απεικόνιση, αναπαράσταση με γραμμές, σκαρίφημα, σχεδίασμα 2. η συνοπτική περιγραφή, η έκθεση, η συνόψιση 3. απάλειψη, σβήσιμο 4. (για χρέος) εξάλειψη αρχ. 1. η υποτύπωση γραμμικού σχεδίου 2. κατάλογος, πίνακας 3. διάταγμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”